inside the flames of freedoms passion

 

777

Ο  Λευτέρης την βάφτισε  Ελευθερία 

Λίγο  αργότερα  τον κλείσανε   φυλακή 

Σε έναν καυγά πίτα στην μαστούρα  μαχαίρωσε και σκότωσε  τον Νίκο

Οι δυο τους  ήταν τα ανερχόμενα  "αστέρια " του εγκλήματος μέσα στην προσφυγογειτονιά

Η φτώχεια και τα πενιχρά  μεροκάματα  τους οδήγησαν στο έγκλημα, όμως η γειτονιά δεν μπορούσε να χωρέσει και τους δυο τους

Ο Λευτέρης τώρα  βρισκόταν στην φυλακή  εκτίοντας  πολύχρονη ποινή  και  χτίζοντας το όνομα του εκεί μέσα



Η  Ελευθερία  τριγυρνούσε ολημερίς στους δρόμους του μαχαλά  πραγματικά ελεύθερη 

Απολάμβανε κάθε στιγμή της νέας  χωρίς αλυσίδες  ζωής και δουλειά  στις  φυτείες  του νότου ζωής της

Ο μικρότερος αδερφός του Λευτέρη , ο   Δήμος έμπλεξε μαζί της και ένιωθε να την ερωτεύεται ολοένα και περισσότερο κάθε  βράδυ που πλαγιάζαν  μαζί


Οι δουλειές όμως τρέχανε

Και ο Λευτέρης  μέσα αντιμετώπιζε δυσκολίες

Το αφεντικό της φυλακής  , κάποιος ντόπιος με το παρατσούκλι Βλάχος ήθελε να  επεκτείνει τις δουλειές του και στην προσφυγογειτονιά. Ο  Λευτέρης απ την άλλη δεν έψαχνε  συνέταιρο για την τσέπη του και του αντιτάχθηκε



-Τον Βλάχο  μπορώ να τον κανονίσω εδώ μέσα. Νομίζω δηλαδή, είπε  σε κάποιο επισκεπτήριο  στον  Δήμο, τους δικούς του όμως εκεί έξω πρέπει  εσείς να τους  ξεπαστρέψετε 

Ο Δήμος ένιωθε να πέφτει κατευθείαν στα βαθιά νερά

Πως θα  ξεπάστρευε  αυτός και η μικρή παρέα του αποτελούμενη από ξυπόλητα αλητάκια   μια οργανωμένη αδίστακτη  συμμορία;

Ο Λευτέρης χαμογέλασε  πριν του πει

-Αυτοσχεδίασε. Ή αυτοί ή εμείς






Ο Δήμος  βγήκε έξω στους δρόμους

Άναψε τσιγάρο και περπάτησε   ως τον  προσφυγομαχαλά

Στο μυαλό του τριγύρισε ένα   σχέδιο

Το μόνο που ίσως πετύχαινε

Αυτό που έπρεπε να κάνει αυτός και  η  παρέα του  ήταν με ένα  χτύπημα να ξεπαστρέψουν όλη την συμμορία του Βλάχου

Θα χρειαζόταν όμως και την βοήθεια της Ελευθερίας




Σε μια  καλύβα  στην άκρη της πόλης μαζευόταν και παίζαν μπαρμπούτι αφού πρώτα  μαστουρώναν  οι  συμμορίτες του Βλάχου

-Ο επικεφαλής τους είναι  ο Χασάπης, το μόνο που  θέλω να μάθω είναι που σκατά βρίσκεται αυτή η καλύβα, είπε στην Ελευθερία

-Κανείς  δεν ξέρει;

-Όχι , είναι πανέξυπνοι και κρατάν μυστική την τοποθεσία

Η Ελευθερία  χαμογέλασε

-Θα χρειαστώ λεφτά να  πάω στο μαγαζί του Χασάπη να  ψωνίσω. Από και μετά  όλα θα πάρουν  τον δρόμο τους



Ο  Δήμος με  την παρέα του  βγήκαν  για τράκα στις καλύβες  του προσφυγομαχαλά

-Δανεικά  σου ζητώ. Δωσε μια δεκάρα και θα  στα επιστρέψουμε λέγανε στους φτωχούς πρόσφυγες

Αυτοί κομπιάζαν πριν τα δώσουν

Αν όλα πηγαίναν   στραβά  δεν  θα χαν οι άνθρωποι χρήματα να προσφέρουν στις οικογένειες τους τα λίγα   έστω που  τις παρείχαν



Το πρωί η  Ελευθερία κατέβηκε  στο κέντρο

Μπήκε  στο μαγαζί του  Χασάπη

Του χαμογέλασε και περπάτησε με   λάγνα χάρη εντός του  καταστήματος

Του μιλούσε,  χαμογελούσε πονηρά, σχεδόν πρόστυχα και παρέγγελνε  διαφόρων ειδών εδέσματα



-Και  από που είσαι κοπέλα μου; Την ρώτησε ο Χασάπης

-Αϊτή, του απάντησε  

-Και κατά που πέφτει αυτό;

-Πολύ μακριά. Στην Αμερική κοντά. Είναι ένα νησάκι

-Ωωωω Αμέρικα. Και με τι επαγγέλεσθε; 

-Είμαι καλλιτέχνης. Τραγουδώ, χορεύω

-Ενδιαφέρον

-Μ αρέσει πολύ κύριε 

-Και  τις σε έφερε στην Ελλάδα

-Περιέργεια 

-Περιέργεια;

-Περιέργεια. Έχω κάποια λεφτά  στην άκρη και πάντα ήθελα να   ταξιδέψω, να γνωρίσω νέους τόπους

-Καιρό εδώ;

-5 μήνες

-Δεν σου λείπει ο τόπος σου;

-Αυτό που πραγματικά  μου λείπει  είναι να "παίξω"

-Να "παίξεις;"

-Λατρεύω τον τζόγο αλλά δεν βρίσκω εδώ κάποιο μέρος ,  δεν ξέρω και τα κατατόπια καλά

-Και σαν πόσα  σ αρέσει να παιζεις;

-Το πόσο  δεν είναι θέμα  για μένα. Σας είπα κατάφερα και έκανα μια μικρή περιουσία στην Αϊτή  . Αυτο που μου λείπει  είναι η ηδονή του  τζόγου

-Αλήθεια;

-Αλήθεια

-Αν  σου προσφέρω αυτή την ηδονή που λες του τζόγου τι θα  έχω για αντάλλαγμα;

Η  Ελευθερία  πλησίασε  και το στόμα της  έφθασε σε απόσταση αναπνοής απ τα χείλη του  συμμορίτη

-Αν έχω όπιο και τζόγο μετά μπορώ να  δώσω σε όποιον μου  τα προσφέρει πρωτόγνωρες  ηδονές



Όταν  βγήκε απ το μαγαζί είχε   δυο σακούλες γεμάτες κρέας και  την υπόσχεση του  Χασάπη  το βράδυ να την   οδηγήσει στην καλύβα  για χοντρό  παιχνίδι...κατανάλωση οπίου και ότι ήθελε προκύψει ως το ξημέρωμα


Στην καλύβα του Δήμου η  συμμορία ακούγαν προσεκτικά  την  αφήγηση της Ελευθερίας

Ο Δήμος καθόταν σκεφτικός

-Θα   δράσουμε σήμερα κιόλας

-Πως; ρώτησε ο Μάνος, αυτοί είναι ένας μικρός στρατός  και σίγουρα  θα χουν εκεί μέσα εκτός από χρήμα και όπιο και  πιστόλια

Ο Δήμος άναψε  τσιγάρο  και έμεινε  μερικές στιγμές σκεφτικός

Κοίταξε την  Ελευθερία και μετά την παρέα

-Εμείς θα  χρειαστούμε μόνο   μπενζίνα.

-Μπενζίνα; ρώτησε ο Μάνος

-Μπενζίνα. Θέλουμε με ένα χτύπημα να τους ξεπαστρέψουμε όλους. 

-Θα  τους κάψουμε;

-Όλους

-Συγνώμη , διαμαρτυρήθηκε η  Ελευθερία, θα μαι και γω εκεί μέσα

-Θα προφασιστείς να πας   προς νερού σου και θα βγεις έξω. Μόλις  έρθεις  στο σημείο που θα μαστε θα  τους βάλουμε φωτιά

Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους



Το βράδυ ο Χασάπης με το αμάξι του οδήγησε την Ελευθερία  στην καλύβα

Νωρίτερα ο Μάνος είχε κλέψει ένα ταξί και διακριτικά   παρακολουθούσαν τις κινήσεις   της Ελευθερίας

Στην καλύβα όλοι γοητεύθηκαν με την εμφάνιση της Ελευθερίας

Πρώτη φορά  βλέπαν μαύρη γυναίκα και μάλιστα  τόσο  γοητευτική



Το παιχνίδι ξεκίνησε και όσο περνούσε η ώρα χόντραινε

Οι  τζούρες  από τον ναργιλέ με το όπιο  δίναν  και έπαιρναν

Η  Ελευθερία έχανε  αρκετά λεφτά

Όλα πήγαιναν  βάση σχεδίου

Στο μυαλό της καρφώθηκε μια  ιδέα μόνο.

Στο τραπέζι  υπήρχαν πολλά λεφτά  και αυτή έχανε  τα δανεικά που χαν μαζέψει απ τους φτωχούς ανθρώπους η παρέα του Δήμου

Αν   καίγαν την καλύβα  οι  φτωχοί  δεν θα παίρναν πίσω τα δανεικα  τους

"θα τα πάρουν και με το παραπάνω σε ένα μήνα που θα  αναλάβουμε  τις  δουλειές του Χασάπη" , τις είχε πει νωρίτερα ο Δήμος

όμως η Ελευθερία σκεφτόταν πως  θα  ζούσαν  στις καλύβες ένα μήνα  χωρίς λεφτά οι άνθρωποι;

Έσπαγε το μυαλό της να  βγει  απ την καλύβα με  τα  λεφτά του τραπεζιού στο χέρι


Απ έξω  η παρέα του Δήμου είχαν  περιλούσει  τον χώρο περιμετρικά της καλύβας  με βενζίνη.

Με μια  σπίθα  τα ξερόχορτα θα άπρπαζαν  αμέσως  φωτιά και θα κατέκαιγαν τα πάντα

-Αργεί , είπε ο Μάνος

Ο Δήμος δεν μίλησε 

Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του  πήγε να το ανάψει αλλά το ξανασκέφτηκε καλά με τόσο  βενζίνη  που μύριζε η ατμόσφαιρα


Η Ελευθερία  κάποια στιγμή σηκώθηκε απ το τραπέζι

-Πρέπει να πάω προς νερού μου, μου επιτρέπεται;

Κάποιος απ την συμμορία   απάντησε πονηρά γελώντας

-Σήμερα όλα επιτρέπονται   κούκλα μου

Η Ελευθερία τον κοίταξε  σχεδόν ερωτικά και πρόστυχα απαντώντας

-Όλα ..., το  βλέμμα  της έκανε μια γύρα στην παρέα, και με όλους 

Μετά  βάδισε προς την έξοδο

Ο Δήμος  και η παρέα του την είδαν να βγαίνει και να  κοντοστέκεται στην πόρτα

-Γιατί σταμάτησε;  ρώτησε ο Μάνος

-Γιατί δεν έρχεται; αναρωτήθηκε και ο Δήμος

Η Ελευθερία  έβγαλε ένα τσιγάρο και το  άναψε

-Τι κάνει  ρε η τρελή;  ρώτησε ο Μάνος

Η Ελευθερία πήρε  δυο τζούρες και μετά  πέταξε  το τσιγάρο της στα λουσμένα με βενζίνη ξερόχορτα

και  μπήκε ξανά στην καλύβα

Επέστρεψε  στο τραπέζι  και έκατσε

-Συνεχίζουμε  αγόρια;  ρώτησε

Οι  φλόγες απ έξω τώρα λαμπύριζαν στα  τζάμια  της καλύβας

-Τι στο...; αναρωτήθηκε ο Χασάπης 

-Φωτιά, φωτιά , φώναξαν μερικοί

Σηκώθηκαν  όλοι και έτρεξαν προς την έξοδο

Ανοίξαν την πόρτα  αλλά οι φλόγες που είχαν  θεριέψει  τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν

Την ίδια στιγμή η  Ελευθερία  άρπαξε τα λεφτά  απ το τραπέζι και   έτρεξε περνώντας από ανάμεσα τους, βγήκε έξω  και  περνώντας μέσα απ τις φλόγες  βγήκε  έξω απ την περίμετρο της φωτιάς ουσιαστικά πηδώντας  μέσα απ τις φλόγες

Προσγειώθηκε στο έδαφος και άρχισε να κυλιέται  


-Καίγεται, φώναξε ο Δήμος που έβγαλε το σακάκι του και έτρεξε  προς το μέρος της.

Τον μιμήθηκαν και οι άλλοι και με τα  σακάκια τους άρχισαν να χτυπάν τις φλόγες στα ρούχα  της

Κατάφεραν να  σβήσουν την φωτιά

Όταν  σηκώθηκε  η Ελευθερία κοίταξε προς την καλύβα που χε γίνει παρανάλωμα  του πυρός

-Τα καταφέραμε;  ρώτησε τους  υπόλοιπους

-Απ ότι φαίνεται ναι, απάντησε ο Δήμος, αλλά εσένα θα σε σκοτώσω.

Η  Ελευθερία  του δειξε τα  χρήματα που άρπαξε

-Δεν είναι μόνο  οι δικές μας ζωές. Υπάρχουν και οι άνθρωποι που μας βοηθήσαν πίσω στον μαχαλά


Ο  Βλάχος προχωρούσε   στο προαύλιο  της φυλακής με την   αυτοπεποίθηση που του  δίνε  η κυριαρχία του στο έγκλημα της πόλης

Ο Λευθέρης  τον ακολουθούσε κρατώντας στο χέρι του μια  κοφτερή λεπίδα

Ο  Βλάχος  γύρισε και κοντοστάθηκε όταν ο  πιτσιρικάς τον έφθασε σε απόσταση αναπνοής

-Δεν είσαι ο πρώτος μαλάκας που θα επιχειρήσει να με σκοτώσει

-Είμαι όμως ο τελευταίος, του πε ο Λευθέρης και  έμπηξε την λεπίδα στα σωθικά  του

Ο Βλάχος έπεσε πρώτα στα γόνατα και μετά σωριάστηκε στο χώμα

Η σταδιοδρομία ενός   φτωχού τσομπάνη  που  κατέβηκε  στην πόλη και  αγωνίστηκε  να ξεφύγει απ την φτώχεια  τέλειωνε  άδοξα μέσα  στην σκόνη του προαυλίου μια  βρώμικης  μεσαιωνικής  φυλακής





















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

welcome to mediterenean

Inner knives